ρήμα “change”
απαρέμφατο change; αυτός changes; αόριστος changed; μετοχή αορ. changed; μετοχή ενεστ. changing
- μεταμορφώνομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He changed a lot since I last saw him.
- αλλάζω (κάτι)
She changed the room's layout to create more space.
- αντικαθιστώ
I need to change the batteries in the remote control.
- αλλάζω ρούχα
After the gym, I'll need to change before we go out to dinner.
- ντύνω κάποιον άλλο
The nanny changed the toddler into his pajamas.
- αλλάζω μέσο μεταφοράς
In London, you often have to change at King's Cross station to get to different parts of the city.
ουσιαστικό “change”
ενικός change, πληθυντικός changes ή μη μετρήσιμο
- αλλαγή
The change from caterpillar to butterfly is fascinating.
- κέρματα (ως ρέστα)
I need some change to use the vending machine.
- ρέστα
After buying the book, he received $5 in change.
- αντικατάσταση
She packed a change for after the concert.
- αλλαγή μέσου μεταφοράς
My commute involves a change at the downtown station.