επίθετο “eclectic”
βασική μορφή eclectic (more/most)
- εκλεκτικός (επιλογή στοιχείων από διάφορα συστήματα, ιδέες ή στυλ)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her taste in music is eclectic; she enjoys classical, jazz, and modern pop.
- ποικίλος (αποτελούμενος από διάφορα διαφορετικά στοιχεία)
The festival's attendees were an eclectic mix of artists, musicians, and writers.
ουσιαστικό “eclectic”
ενικός eclectic, πληθυντικός eclectics
- εκλεκτικός (ένα άτομο που επιλέγει και χρησιμοποιεί ιδέες, στυλ ή γούστα από μια μεγάλη ποικιλία πηγών)
As an eclectic, she creates art that blends techniques from different cultures.