·

eclectic (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “eclectic”

βασική μορφή eclectic (more/most)
  1. εκλεκτικός (επιλογή στοιχείων από διάφορα συστήματα, ιδέες ή στυλ)
    Her taste in music is eclectic; she enjoys classical, jazz, and modern pop.
  2. ποικίλος (αποτελούμενος από διάφορα διαφορετικά στοιχεία)
    The festival's attendees were an eclectic mix of artists, musicians, and writers.

ουσιαστικό “eclectic”

ενικός eclectic, πληθυντικός eclectics
  1. εκλεκτικός (ένα άτομο που επιλέγει και χρησιμοποιεί ιδέες, στυλ ή γούστα από μια μεγάλη ποικιλία πηγών)
    As an eclectic, she creates art that blends techniques from different cultures.