ρήμα “amass”
απαρέμφατο amass; αυτός amasses; αόριστος amassed; μετοχή αορ. amassed; μετοχή ενεστ. amassing
- συσσωρεύω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He amassed a fortune by investing wisely.
- συγκεντρώνω (σε σωρό)
The children amassed snow to build a giant snowman.
- συσσωρεύομαι (με την πάροδο του χρόνου)
Evidence against him continued to amass.