·

amass (EN)
ρήμα

ρήμα “amass”

απαρέμφατο amass; αυτός amasses; αόριστος amassed; μετοχή αορ. amassed; μετοχή ενεστ. amassing
  1. συσσωρεύω
    He amassed a fortune by investing wisely.
  2. συγκεντρώνω (σε σωρό)
    The children amassed snow to build a giant snowman.
  3. συσσωρεύομαι (με την πάροδο του χρόνου)
    Evidence against him continued to amass.