·

frosted (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
frost (ρήμα)

επίθετο “frosted”

βασική μορφή frosted (more/most)
  1. παγωμένος
    The trees were beautifully frosted on the chilly winter morning.
  2. σατινέ (σε γυαλί ή παράθυρο για διακόσμηση ή ιδιωτικότητα)
    He preferred the frosted glass in the bathroom for extra privacy.
  3. γλασαρισμένος
    We bought a frosted cake for her birthday.