ουσιαστικό “frost”
ενικός frost, πληθυντικός frosts ή μη μετρήσιμο
- παγετός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
When I woke up this morning, a delicate layer of frost covered the grass, making it sparkle in the sunlight.
- ψύχρα
There will be frost all over Europe this week.
ρήμα “frost”
απαρέμφατο frost; αυτός frosts; αόριστος frosted; μετοχή αορ. frosted; μετοχή ενεστ. frosting
- παγώνω (επικάλυψη με παγοκρύσταλλα)
Overnight, the cold winter air frosted the windowpanes with a delicate layer of ice crystals.
- παγώνει (σχηματισμός παγοκρυστάλλων)
Overnight, the windows frosted over, leaving delicate patterns on the glass.
- επικαλύπτω με ζαχαρόπαστα (ή γλάσο)
For her birthday, I frosted the cupcakes with a thick layer of vanilla icing.