·

connected (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
connect (ρήμα)

επίθετο “connected”

βασική μορφή connected (more/most)
  1. συνδεδεμένα (έχουν λογική σύνδεση μεταξύ τους)
    The police are investigating whether the two murders are connected.