·

debenture (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “debenture”

ενικός debenture, πληθυντικός debentures
  1. ομολογιακό δάνειο (ομόλογο που εκδίδεται από μια εταιρεία και δεν υποστηρίζεται από περιουσιακά στοιχεία ή εγγυήσεις)
    The corporation financed its operations by issuing debentures to investors.
  2. ομολογιακό δάνειο (ένα έγγραφο που δίνει στους δανειστές το δικαίωμα να πάρουν τα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη αν το δάνειο δεν αποπληρωθεί)
    To secure the loan, the bank required a debenture over the company's assets.
  3. ομολογιακό δάνειο (πιστοποιητικό που δείχνει ότι κάποιος οφείλει χρήματα σε κάποιον άλλον)
    When he lent money to the business, he received a debenture as proof of the debt.