ουσιαστικό “size”
ενικός size, πληθυντικός sizes ή μη μετρήσιμο
- μέγεθος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The size of the pizza was so large that it barely fit on the table.
- νούμερο
She tried on the dress, but the size was too small for her.
- ένας τύπος αδύναμης κόλλας που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική για να γεμίσει τους πόρους σε καμβά
Before hanging the new wallpaper, he applied sizing to the walls to ensure it would adhere properly.
ρήμα “size”
απαρέμφατο size; αυτός sizes; αόριστος sized; μετοχή αορ. sized; μετοχή ενεστ. sizing
- προσαρμόζω σε συγκεκριμένο μέγεθος
The tailor sized the dress to fit her perfectly.
- ταξινομώ βάσει μεγέθους
Before packing the shirts, the warehouse worker sized them into small, medium, and large piles.
- εκτιμώ το μέγεθος
Before buying the curtains, she sized the window to make sure they would fit.
- καλύπτω με κόλλα προετοιμασίας
Before laying the gold leaf, the artist sized the canvas to ensure it would adhere properly.