·

government (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “government”

ενικός government, πληθυντικός governments ή μη μετρήσιμο
  1. κυβέρνηση
    The government of Japan is responsible for creating laws and policies for the country.
  2. διακυβέρνηση (στο πλαίσιο της διαχείρισης ή ελέγχου ενός συστήματος)
    The government of public procurement turned out to be inadequate.