·

surprising (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
surprise (ρήμα)

επίθετο “surprising”

βασική μορφή surprising (more/most)
  1. εκπληκτικός
    It was surprising to see my cat calmly bathing in the sunlight, given her usual fear of the outdoors.