ουσιαστικό “surprise”
ενικός surprise, πληθυντικός surprises ή μη μετρήσιμο
- έκπληξη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Getting a dog was a surprise, but it was a pleasant one.
- το συναίσθημα της έκπληξης
Her surprise was evident when she unwrapped the gift to find a pair of concert tickets.
ρήμα “surprise”
απαρέμφατο surprise; αυτός surprises; αόριστος surprised; μετοχή αορ. surprised; μετοχή ενεστ. surprising
- εκπλήσσω
For their anniversary, she surprised her husband with a weekend getaway to the mountains.
επίφωνο “surprise”
- έκπληξη! (ως επιφώνημα)
"Surprise!" I exclaimed as I unveiled the new car to my spouse.