ουσιαστικό “drapery”
ενικός drapery, πληθυντικός draperies ή μη μετρήσιμο
- πτύχωση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The artist captured the flowing drapery of the model's gown in her painting.
- υφάσματα (για κουρτίνες ή ταπετσαρίες)
The store offers a wide selection of drapery for home décor projects.
- κουρτίνα
She pulled back the draperies to let in the morning light.