·

drapery (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “drapery”

ενικός drapery, πληθυντικός draperies ή μη μετρήσιμο
  1. πτύχωση
    The artist captured the flowing drapery of the model's gown in her painting.
  2. υφάσματα (για κουρτίνες ή ταπετσαρίες)
    The store offers a wide selection of drapery for home décor projects.
  3. κουρτίνα
    She pulled back the draperies to let in the morning light.