ρήμα “remember”
απαρέμφατο remember; αυτός remembers; αόριστος remembered; μετοχή αορ. remembered; μετοχή ενεστ. remembering
- θυμάμαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I still remember the time I first met my wife.
- απομνημονεύω
This app really helps me remember words.
- φροντίζω να μην ξεχάσω
Remember to take your medicine before breakfast.
- τιμώ (με τελετή ή κάποια ενέργεια)
Every year on November 11th, we gather to remember the brave soldiers who fought for our freedom.
- αναγνωρίζω (με χρήματα για την εκτίμηση της σχέσης ή της προσφοράς τους)
Before he passed away, my grandfather remembered each of his grandchildren by setting aside a small sum of money for us.