επίθετο “separate”
βασική μορφή separate, μη βαθμ.
- ασύνδετος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They use separate bathrooms in the morning to get ready faster.
- διαφορετικός
This is not the leakage we encountered yesterday; this is a separate problem.
ρήμα “separate”
απαρέμφατο separate; αυτός separates; αόριστος separated; μετοχή αορ. separated; μετοχή ενεστ. separating
- χωρίζω
Please separate the clean clothes from the dirty ones.
- απομακρύνομαι
The teacher asked the two arguing students to separate and sit on opposite sides of the classroom.
- υπάρχω ανάμεσα
A wide river separates the two villages.
- να τερματίσεις τη συμβίωση με έναν σύζυγο χωρίς να είσαι διαζευγμένος
After ten years of marriage, they decided to separate due to irreconcilable differences.
- διακρίνω
Our ability to reason is what separates us from animals.