ρήμα “rip”
απαρέμφατο rip; αυτός rips; αόριστος ripped; μετοχή αορ. ripped; μετοχή ενεστ. ripping
- σκίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She accidentally ripped her dress while climbing over the fence.
- σχίζομαι
The paper ripped as I tried to pull it off the noticeboard.
- αποσπώ με δύναμη
She ripped the bandage off her arm in one swift motion.
- αντιγράφω (από μέσο ή ροή σε τοπική αποθήκευση)
I ripped my favorite album from CD to my laptop so I could listen to it anytime.
- κλάνω δυνατά
During the quiet exam, everyone heard Jake rip a loud one, causing a few giggles across the room.
ουσιαστικό “rip”
ενικός rip, πληθυντικός rips ή μη μετρήσιμο
- σκίσιμο
While opening the package, I accidentally made a rip in the letter inside.
- ρεύμα αποστράγγισης
While swimming at the beach, she got caught in a rip and struggled to make her way back to shore.
- αντίγραφο δεδομένων (από μέσο ή ροή σε τοπική αποθήκευση)
I downloaded a movie rip from the internet, but the quality was so poor I couldn't enjoy it.