ρήμα “weave”
απαρέμφατο weave; αυτός weaves; αόριστος wove; μετοχή αορ. woven; μετοχή ενεστ. weaving
- ύφανση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Grandma taught me how to weave a basket from willow branches.
- αράχνισμα (στην περίπτωση της δημιουργίας ιστού ή κουκουλιού από αράχνη)
The caterpillar began to weave its cocoon against the branch.
- ανάμειξη
The festival was a cultural tapestry, weaving together music, dance, and cuisine from around the world.
- σύνθεση (στην περίπτωση της εφεύρεσης ιστορίας ή σχεδίου)
The author wove a complex narrative that captivated readers from the first page.
ρήμα “weave”
απαρέμφατο weave; αυτός weaves; αόριστος weaved; μετοχή αορ. weaved; μετοχή ενεστ. weaving
- στροβιλισμός
The boxer weaved to dodge his opponent's punches.
- διαμόρφωση διαδρομής (με στροβιλιστική ή έμμεση κίνηση)
The cyclist weaved a careful path through the congested city streets.
- κούνημα (του κεφαλιού από τη μία πλευρά στην άλλη)
The caged parrot began to weave back and forth, showing signs of distress.
ουσιαστικό “weave”
ενικός weave, πληθυντικός weaves ή μη μετρήσιμο
- ύφανση (στην περίπτωση του μοτίβου ή της μεθόδου ύφανσης υφάσματος)
Her hair was styled in a loose weave that framed her face beautifully.