·

weave (EN)
ρήμα, ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “weave”

απαρέμφατο weave; αυτός weaves; αόριστος wove; μετοχή αορ. woven; μετοχή ενεστ. weaving
  1. ύφανση
    Grandma taught me how to weave a basket from willow branches.
  2. αράχνισμα (στην περίπτωση της δημιουργίας ιστού ή κουκουλιού από αράχνη)
    The caterpillar began to weave its cocoon against the branch.
  3. ανάμειξη
    The festival was a cultural tapestry, weaving together music, dance, and cuisine from around the world.
  4. σύνθεση (στην περίπτωση της εφεύρεσης ιστορίας ή σχεδίου)
    The author wove a complex narrative that captivated readers from the first page.

ρήμα “weave”

απαρέμφατο weave; αυτός weaves; αόριστος weaved; μετοχή αορ. weaved; μετοχή ενεστ. weaving
  1. στροβιλισμός
    The boxer weaved to dodge his opponent's punches.
  2. διαμόρφωση διαδρομής (με στροβιλιστική ή έμμεση κίνηση)
    The cyclist weaved a careful path through the congested city streets.
  3. κούνημα (του κεφαλιού από τη μία πλευρά στην άλλη)
    The caged parrot began to weave back and forth, showing signs of distress.

ουσιαστικό “weave”

ενικός weave, πληθυντικός weaves ή μη μετρήσιμο
  1. ύφανση (στην περίπτωση του μοτίβου ή της μεθόδου ύφανσης υφάσματος)
    Her hair was styled in a loose weave that framed her face beautifully.