·

Crown (EN)
Κύριο Όνομα

Κύριο Όνομα “Crown”

Crown
  1. Στέμμα (η μοναρχία ή ο κυρίαρχος μιας χώρας, ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Κοινοπολιτεία)
    All land is ultimately owned by the Crown in some countries.
  2. Στέμμα (η κυβέρνηση μιας μοναρχίας)
    The Crown brought charges against the corrupt official.