·

supposed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
suppose (ρήμα)

επίθετο “supposed”

βασική μορφή supposed, μη βαθμ.
  1. υποτιθέμενος
    The supposed expert gave us incorrect advice.