·

Jugendstil (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “Jugendstil”

ενικός Jugendstil, μη μετρήσιμο
  1. στυλ τέχνης και αρχιτεκτονικής που προήλθε από τη Γερμανία στα τέλη του 19ου αιώνα· η γερμανική παραλλαγή του art nouveau.
    This building is decorated in the Jugendstil style popular at the turn of the century.