ουσιαστικό “valet”
ενικός valet, πληθυντικός valets
- άτομο του οποίου η δουλειά είναι να παρκάρει αυτοκίνητα για τους επισκέπτες σε ξενοδοχεία, εστιατόρια κ.λπ.
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
When we arrived at the hotel, a valet took our car and parked it for us.
- υπηρέτης (προσωπικός υπηρέτης που βοηθά έναν άνδρα με τα ρούχα και την εμφάνισή του)
The wealthy businessman relied on his valet to prepare his attire each day.
- υπάλληλος ξενοδοχείου που εκτελεί προσωπικές υπηρεσίες για τους επισκέπτες, όπως το σιδέρωμα ρούχων
The hotel's valet service pressed his suit in time for the conference.
- καθαριστής αυτοκινήτων
He took his car to the valet for a complete interior and exterior cleaning.
ρήμα “valet”
απαρέμφατο valet; αυτός valets; αόριστος valeted; μετοχή αορ. valeted; μετοχή ενεστ. valeting
- παρκαδόρος
We valeted our car when we arrived at the restaurant.
- καθαριστής αυτοκινήτων (εκτενής καθαρισμός)
He decided to valet his car before the road trip.