ουσιαστικό “rind”
ενικός rind, πληθυντικός rinds
- φλούδα (φρούτου ή τυριού)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She peeled off the orange rind before eating the juicy fruit inside.