ουσιαστικό “victory”
ενικός victory, πληθυντικός victories ή μη μετρήσιμο
- νίκη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The team's hard work led to a sweet victory in the championship game.