·

simultaneous (EN)
επίθετο

επίθετο “simultaneous”

βασική μορφή simultaneous, μη βαθμ.
  1. ταυτόχρονος
    The thunder and lightning were simultaneous, making the storm very intense.
  2. ταυτόχρονος (για εξισώσεις που λύνονται με τις ίδιες αριθμητικές τιμές)
    We need to solve these simultaneous equations to find the values of x and y.