·

loved (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
love (ρήμα)

επίθετο “loved”

βασική μορφή loved (more/most)
  1. αγαπημένος (for masculine), αγαπημένη (for feminine), αγαπημένο (for neuter)
    The loved puppy wagged its tail excitedly whenever its owner walked through the door.