·

million (EN)
αριθμητικό (όνομα)

αριθμητικό (όνομα) “million”

million
  1. εκατομμύριο
    The charity raised over two million dollars for disaster relief.
  2. εκατομμύρια (σε περιπτώσεις υπερβολής για να περιγράψει κάτι πολύ μεγάλο σε αριθμό)
    I've heard that joke a million times already.