·

better (EN)
επίρρημα, ουσιαστικό, ρήμα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
good (επίθετο)
well (επίρρημα, επίθετο)

επίρρημα “better”

better (more/most)
  1. καλύτερα
    You better clean your room before mom gets home.

ουσιαστικό “better”

ενικός better, πληθυντικός betters
  1. ο καλύτερος
    In the chess tournament, she met her better and lost in the final round.

ρήμα “better”

απαρέμφατο better; αυτός betters; αόριστος bettered; μετοχή αορ. bettered; μετοχή ενεστ. bettering
  1. βελτιώνω
    He took night classes to better his understanding of finance.