·

trained (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
train (ρήμα)

επίθετο “trained”

βασική μορφή trained, μη βαθμ.
  1. εκπαιδευμένος
    The trained chef prepared the meal with expert precision.
  2. εκπαιδευμένος (σε σχέση με την ικανότητα να ακολουθεί εντολές του ιδιοκτήτη)
    The trained dog sat immediately when its owner said "sit."