·

bellow (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “bellow”

ενικός bellow, πληθυντικός bellows
  1. μουγκρητό
    We heard the bellow of a bull in the field next to us.

ρήμα “bellow”

απαρέμφατο bellow; αυτός bellows; αόριστος bellowed; μετοχή αορ. bellowed; μετοχή ενεστ. bellowing
  1. βρυχώμαι
    The coach bellowed instructions from the sidelines throughout the game.
  2. μουγκρίζω (για ζώο)
    The wounded bear bellowed in pain, startling the hikers in the forest.