ουσιαστικό “bellow”
ενικός bellow, πληθυντικός bellows
- μουγκρητό
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We heard the bellow of a bull in the field next to us.
ρήμα “bellow”
απαρέμφατο bellow; αυτός bellows; αόριστος bellowed; μετοχή αορ. bellowed; μετοχή ενεστ. bellowing
- βρυχώμαι
The coach bellowed instructions from the sidelines throughout the game.
- μουγκρίζω (για ζώο)
The wounded bear bellowed in pain, startling the hikers in the forest.