ουσιαστικό “situation”
ενικός situation, πληθυντικός situations ή μη μετρήσιμο
- κατάσταση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Due to the heavy snowfall, the city found itself in a difficult situation with all major roads blocked.
- δύσκολη κατάσταση
The flooding in the basement has turned into a real situation for us.
- θέση (σε σχέση με το περιβάλλον)
The castle's situation atop the hill provided a strategic advantage during battles.
- θέση εργασίας
After graduating, she was thrilled to secure a situation as a graphic designer at a leading firm.