·

free (EN)
επίθετο, ρήμα

επίθετο “free”

free, συγκρ. freer, υπερθ. freest
  1. δωρεάν
    The museum offers free admission every Sunday.
  2. ελεύθερος
    The parking spot next to the blue car is free if you want to park there.
  3. ελεύθερος (να κάνει κάτι)
    After finishing his homework, he was free to play video games all evening.
  4. ελεύθερος (μη υπό σωματικό περιορισμό ή αιχμαλωσία)
    After years of captivity, the bird was finally free and flew into the open sky.
  5. ελεύθερος (για χώρα που παρέχει ατομικές ελευθερίες)
    In a free society, everyone has the right to express their opinions without fear of government retaliation.
  6. ελεύθερο (για λογισμικό που είναι διαθέσιμο για χρήση, τροποποίηση και διανομή με ελάχιστους ή καθόλου περιορισμούς)
    Linux is a free operating system that allows users to modify and share it without restrictions.
  7. ανεμπόδιστος
    After hours of work, the path through the snow was finally free.
  8. ελεύθερος (μη προσαρτημένος σε κάτι ή χημικά συνδυασμένος)
    In the experiment, they discovered a molecule with a free electron.
  9. χωρίς (δεν περιέχει)
    She drinks only water that is free of impurities.
  10. ελεύθερη (στη θεωρία ομάδων, χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός συνόλου παραγόντων που δεν ικανοποιούν καμία μη τετριμμένη σχέση)
    In our study, we found that the group generated by the letters a and b is free.
  11. ελεύθερη (στη λογική, ανεξάρτητη από ποσοδείκτες)
    In the expression x > 5, x is a free variable.

ρήμα “free”

απαρέμφατο free; αυτός frees; αόριστος freed; μετοχή αορ. freed; μετοχή ενεστ. freeing
  1. απελευθερώνω
    The police freed the people who were taken hostage.
  2. απαλλάσσω (από κάτι που περιορίζει ή βαραίνει)
    The locksmith freed the dog from its tight chain.
  3. απελευθερώνω (στον προγραμματισμό, επιστροφή χώρου μνήμης στο σύστημα για επαναχρησιμοποίηση)
    After the program finished using the data, it freed the memory to prevent leaks.