·

seating (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
seat (ρήμα)

ουσιαστικό “seating”

ενικός seating, πληθυντικός seatings ή μη μετρήσιμο
  1. διάταξη θέσεων
    The new cinema offers luxury seating with reclining chairs.
  2. ώρα καθίσματος (για εκδήλωση ή δείπνο)
    We booked the second seating for dinner to avoid the early crowd.
  3. υλικό καθίσματος
    The artisan used high-quality cane seating to repair the antique chairs.