·

regard (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “regard”

απαρέμφατο regard; αυτός regards; αόριστος regarded; μετοχή αορ. regarded; μετοχή ενεστ. regarding
  1. κοιτάζω
    The child regarded the new toy with curiosity and excitement.
  2. θεωρώ
    She regards her grandfather as a hero for his bravery in the war.
  3. αφορά (σε σχέση με θέμα ή ζήτημα)
    The new policy regards everyone equally, regardless of their background.

ουσιαστικό “regard”

ενικός regard, πληθυντικός regards ή μη μετρήσιμο
  1. σεβασμός
    He has no regard for other people's feelings when he speaks so bluntly.
  2. άποψη (σε συγκεκριμένο σημείο ή πλευρά)
    The car's safety features are impressive in every regard.
  3. χαιρετισμοί (συνήθως στο τέλος επικοινωνίας)
    Please give my regards to your family when you see them.