ρήμα “regard”
απαρέμφατο regard; αυτός regards; αόριστος regarded; μετοχή αορ. regarded; μετοχή ενεστ. regarding
- κοιτάζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The child regarded the new toy with curiosity and excitement.
- θεωρώ
She regards her grandfather as a hero for his bravery in the war.
- αφορά (σε σχέση με θέμα ή ζήτημα)
The new policy regards everyone equally, regardless of their background.
ουσιαστικό “regard”
ενικός regard, πληθυντικός regards ή μη μετρήσιμο
- σεβασμός
He has no regard for other people's feelings when he speaks so bluntly.
- άποψη (σε συγκεκριμένο σημείο ή πλευρά)
The car's safety features are impressive in every regard.
- χαιρετισμοί (συνήθως στο τέλος επικοινωνίας)
Please give my regards to your family when you see them.