·

result (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “result”

ενικός result, πληθυντικός results ή μη μετρήσιμο
  1. αποτέλεσμα
    The result of not studying for the test was that he failed.

ρήμα “result”

απαρέμφατο result; αυτός results; αόριστος resulted; μετοχή αορ. resulted; μετοχή ενεστ. resulting
  1. οδηγεί (σε κάτι συγκεκριμένο)
    Neglecting your health can result in serious illnesses.
  2. προκύπτει
    The higher rate of emigration resulted from the incompetent leadership of the country.