·

stock (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, επίθετο

ουσιαστικό “stock”

ενικός stock, πληθυντικός stocks ή μη μετρήσιμο
  1. μετοχή (χρηματοοικονομικά, μερίδιο ιδιοκτησίας σε μια εταιρεία)
    She invested her money in stocks and bonds.
  2. απόθεμα (η προμήθεια αγαθών που διατηρούνται διαθέσιμα προς πώληση από ένα κατάστημα ή αποθήκη)
    The shelves were empty because the store's stock was low.
  3. απόθεμα (μια προμήθεια από κάτι που διατηρείται για μελλοντική χρήση)
    They built up a stock of firewood for the winter.
  4. ζωμός
    He prepared chicken stock to make the soup.
  5. ζώα (κτηνοτροφίας)
    The farmer raises stock on her ranch.
  6. κοντάκι (το μέρος ενός πυροβόλου όπλου που ακουμπά στον ώμο)
    He polished the wooden stock of his rifle.
  7. κορμός
    The graft was inserted into the stock of the plant.
  8. καταγωγή
    He comes from Irish stock.
  9. (παιχνίδια με κάρτες) η στοίβα με τις αδιάθετες κάρτες
    She drew the top card from the stock.
  10. (σιδηρόδρομοι) τα τρένα και άλλα οχήματα που χρησιμοποιούνται σε σιδηρόδρομο
    The old rolling stock was replaced with new trains.
  11. λαβή
    He carved the stock of the axe himself.

ρήμα “stock”

απαρέμφατο stock; αυτός stocks; αόριστος stocked; μετοχή αορ. stocked; μετοχή ενεστ. stocking
  1. αποθηκεύω
    The store stocks a variety of fresh fruits.
  2. εφοδιάζω
    They stocked the refrigerator with food and drinks.

επίθετο “stock”

βασική μορφή stock, μη βαθμ.
  1. διαθέσιμο σε τακτική βάση· διατηρείται σε απόθεμα
    The warehouse has stock sizes of the product.
  2. κοινώς χρησιμοποιούμενος; πρότυπος; τυπικός
    He answered the questions with stock responses.
  3. (αυτοκινητοδρομίες) με την αρχική εργοστασιακή διαμόρφωση· αμετάβλητο
    They raced in stock cars.