·

premiere (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “premiere”

ενικός premiere, πληθυντικός premieres
  1. πρεμιέρα
    The movie's premiere was a glamorous event with famous actors walking the red carpet.

ρήμα “premiere”

απαρέμφατο premiere; αυτός premieres; αόριστος premiered; μετοχή αορ. premiered; μετοχή ενεστ. premiering
  1. κάνει πρεμιέρα
    The play will premiere at the local theater next Friday.
  2. παρουσιάζει σε πρεμιέρα
    The director will premiere his new movie at the festival tomorrow.