ουσιαστικό “premiere”
ενικός premiere, πληθυντικός premieres
- πρεμιέρα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The movie's premiere was a glamorous event with famous actors walking the red carpet.
ρήμα “premiere”
απαρέμφατο premiere; αυτός premieres; αόριστος premiered; μετοχή αορ. premiered; μετοχή ενεστ. premiering
- κάνει πρεμιέρα
The play will premiere at the local theater next Friday.
- παρουσιάζει σε πρεμιέρα
The director will premiere his new movie at the festival tomorrow.