ρήμα “hinder”
απαρέμφατο hinder; αυτός hinders; αόριστος hindered; μετοχή αορ. hindered; μετοχή ενεστ. hindering
- εμποδίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The heavy traffic hindered our progress to the airport.