ουσιαστικό “innovation”
ενικός innovation, πληθυντικός innovations ή μη μετρήσιμο
- καινοτομία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The government should focus on innovation, not taxation.
- καινοτόμο αποτέλεσμα (στο πλαίσιο της εφαρμογής νέων ιδεών ή μεθόδων)
The introduction of smartphones was an innovation that changed how we communicate and access information.