·

innovation (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “innovation”

ενικός innovation, πληθυντικός innovations ή μη μετρήσιμο
  1. καινοτομία
    The government should focus on innovation, not taxation.
  2. καινοτόμο αποτέλεσμα (στο πλαίσιο της εφαρμογής νέων ιδεών ή μεθόδων)
    The introduction of smartphones was an innovation that changed how we communicate and access information.