·

jogging (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
jog (ρήμα)

ουσιαστικό “jogging”

ενικός jogging, μη μετρήσιμο
  1. τζόκινγκ
    I prefer jogging over walking.