·

something (EN)
αντωνυμία, ουσιαστικό

αντωνυμία “something”

something
  1. κάτι
    I feel something tickling my neck; it might be a strand of hair.
  2. κάτι το ξεχωριστό (για να διακρίνουμε ότι αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον εξαιρετικό)
    That cake you made is really something; it's the best I've ever tasted!

ουσιαστικό “something”

something, μόνο ενικός αριθμός
  1. κάτι το ιδιαίτερο (για να διακρίνουμε ότι αναφέρεται σε μοναδική ή ιδιαίτερη ποιότητα προσώπου)
    Even though he's not traditionally handsome, he has that something that makes him incredibly attractive.