·

surge (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “surge”

ενικός surge, πληθυντικός surges ή μη μετρήσιμο
  1. αύξηση
    After the announcement, there was a surge in ticket sales.
  2. αιφνίδια αύξηση τάσης
    The lightning strike caused a surge that fried my computer's motherboard.

ρήμα “surge”

απαρέμφατο surge; αυτός surges; αόριστος surged; μετοχή αορ. surged; μετοχή ενεστ. surging
  1. αυξάνομαι γρήγορα
    Interest in online courses surged during the lockdown.
  2. εφορμώ (σε κίνηση προς τα εμπρός)
    The crowd surged forward as the concert gates opened.