ουσιαστικό “surge”
ενικός surge, πληθυντικός surges ή μη μετρήσιμο
- αύξηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After the announcement, there was a surge in ticket sales.
- αιφνίδια αύξηση τάσης
The lightning strike caused a surge that fried my computer's motherboard.
ρήμα “surge”
απαρέμφατο surge; αυτός surges; αόριστος surged; μετοχή αορ. surged; μετοχή ενεστ. surging
- αυξάνομαι γρήγορα
Interest in online courses surged during the lockdown.
- εφορμώ (σε κίνηση προς τα εμπρός)
The crowd surged forward as the concert gates opened.