ουσιαστικό “town”
ενικός town, πληθυντικός towns ή μη μετρήσιμο
- κωμόπολη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Every Saturday, the whole town gathers at the market square to buy fresh produce and catch up with neighbors.
- πόλη (με περισσότερα καταστήματα και επιχειρήσεις)
I need to go to town to buy some groceries.
- κοινότητα (οι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης κωμόπολης)
The town gathered in the square to celebrate the holiday.