·

town (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “town”

ενικός town, πληθυντικός towns ή μη μετρήσιμο
  1. κωμόπολη
    Every Saturday, the whole town gathers at the market square to buy fresh produce and catch up with neighbors.
  2. πόλη (με περισσότερα καταστήματα και επιχειρήσεις)
    I need to go to town to buy some groceries.
  3. κοινότητα (οι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης κωμόπολης)
    The town gathered in the square to celebrate the holiday.