επίθετο “sweet”
sweet, συγκρ. sweeter, υπερθ. sweetest
- γλυκός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The candy was so sweet that it made my teeth hurt.
- ευωδιαστός
The garden was filled with the sweet aroma of blooming roses.
- μελωδικός
The sweet melody of the violin filled the room.
- καλόκαρδος
The sweet old man always had a kind word for everyone.
- χρησιμοποιείται για να τονίσει μια δήλωση
He took his sweet time finishing the project, even though the deadline was approaching.
επίφωνο “sweet”
- τέλεια
You got tickets to the concert? Sweet!
ουσιαστικό “sweet”
ενικός sweet, πληθυντικός sweets ή μη μετρήσιμο
- καραμέλα
She gave each child a sweet as a treat after dinner.
- επιδόρπιο
After dinner, the waiter brought us the sweet menu.
- αγαπημένος (πρόσωπο)
I missed you so much today, my sweet.