·

horizon (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “horizon”

ενικός horizon, πληθυντικός horizons ή μη μετρήσιμο
  1. ορίζοντας
    As the sun dipped below the horizon, the sky turned a brilliant shade of orange.
  2. ορίζοντας (στην έννοια των πνευματικών ή πολιτιστικών ορίων)
    Reading books from different cultures can expand your intellectual horizons beyond your immediate surroundings.
  3. ορίζοντας (στη γεωλογία)
    During the excavation, the team discovered an ancient artifact in the second soil horizon, just below the topsoil layer.