ουσιαστικό “horizon”
ενικός horizon, πληθυντικός horizons ή μη μετρήσιμο
- ορίζοντας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
As the sun dipped below the horizon, the sky turned a brilliant shade of orange.
- ορίζοντας (στην έννοια των πνευματικών ή πολιτιστικών ορίων)
Reading books from different cultures can expand your intellectual horizons beyond your immediate surroundings.
- ορίζοντας (στη γεωλογία)
During the excavation, the team discovered an ancient artifact in the second soil horizon, just below the topsoil layer.