·

problem (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “problem”

ενικός problem, πληθυντικός problems
  1. πρόβλημα
    Solving the math problem took her the entire afternoon.
  2. άσκηση (στο πλαίσιο της εκπαίδευσης)
    For homework, the teacher assigned ten math problems to practice our multiplication skills.
  3. αντίρρηση (όταν χρησιμοποιείται με κτητικό προσδιορισμό)
    If he can't see your point of view, that's his problem, not yours.

επίθετο “problem”

βασική μορφή problem, μη βαθμ.
  1. δύστροπος (για άτομο ή ζώο)
    The problem horse refused to follow any of the trainer's commands.