·

α (EN)
γράμμα, σύμβολο

γράμμα “α”

α, alpha
  1. το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, άλφα
    In Greek, the word "ἀγάπη" (agape) begins with α.

σύμβολο “α”

α
  1. (μαθηματικά) μια μεταβλητή που χρησιμοποιείται συχνά για να αναπαραστήσει μια γωνία
    In geometry, angle α is opposite side a.
  2. (φυσική) σύμβολο που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον συντελεστή θερμικής διαστολής
    The engineer calculated the expansion using α in the formula.
  3. (αστρονομία) ορθή αναφορά, μια συντεταγμένη στον ουρανό
    The astronomer recorded the star's α and declination.