ουσιαστικό “jet”
ενικός jet, πληθυντικός jets
- τζετ (αεροπλάνο)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The jet flew across the sky much faster than the old propeller planes.
- τζετ (κινητήρας)
The airplane's jet roared as it took off from the runway.
- πίδακας
The firefighter aimed the hose, and a powerful jet of water shot out to douse the flames.
ρήμα “jet”
απαρέμφατο jet; αυτός jets; αόριστος jetted; μετοχή αορ. jetted; μετοχή ενεστ. jetting
- πετάω με τζετ
They jetted off to Paris for a weekend getaway.
- εκτοξεύω
Water jetted out of the broken pipe, flooding the basement.
- κινούμαι γρήγορα
The kids jetted around the playground, laughing and playing tag.
επίθετο “jet”
βασική μορφή jet, μη βαθμ.
- τζετ (με κινητήρα που παράγει ρεύμα αέρα ή αερίου)
The jet boat zoomed across the lake at incredible speed.