·

jet (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, επίθετο

ουσιαστικό “jet”

ενικός jet, πληθυντικός jets
  1. τζετ (αεροπλάνο)
    The jet flew across the sky much faster than the old propeller planes.
  2. τζετ (κινητήρας)
    The airplane's jet roared as it took off from the runway.
  3. πίδακας
    The firefighter aimed the hose, and a powerful jet of water shot out to douse the flames.

ρήμα “jet”

απαρέμφατο jet; αυτός jets; αόριστος jetted; μετοχή αορ. jetted; μετοχή ενεστ. jetting
  1. πετάω με τζετ
    They jetted off to Paris for a weekend getaway.
  2. εκτοξεύω
    Water jetted out of the broken pipe, flooding the basement.
  3. κινούμαι γρήγορα
    The kids jetted around the playground, laughing and playing tag.

επίθετο “jet”

βασική μορφή jet, μη βαθμ.
  1. τζετ (με κινητήρα που παράγει ρεύμα αέρα ή αερίου)
    The jet boat zoomed across the lake at incredible speed.