ουσιαστικό “two-box”
ενικός two-box, πληθυντικός two-boxes
- δύο όγκων (σχεδιασμός οχήματος με δύο διαμερίσματα, ένα για τον κινητήρα και ένα άλλο για τις περιοχές επιβατών και φορτίου)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The new model features a sleek two-box that maximizes interior space.