·

two-box (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “two-box”

ενικός two-box, πληθυντικός two-boxes
  1. δύο όγκων (σχεδιασμός οχήματος με δύο διαμερίσματα, ένα για τον κινητήρα και ένα άλλο για τις περιοχές επιβατών και φορτίου)
    The new model features a sleek two-box that maximizes interior space.