·

invested (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
invest (ρήμα)

επίθετο “invested”

βασική μορφή invested (more/most)
  1. επενδυμένος (έχοντας έντονο προσωπικό ενδιαφέρον ή συναισθηματική εμπλοκή σε κάτι)
    She was deeply invested in her community's well-being.