ουσιαστικό “education”
ενικός education, πληθυντικός educations ή μη μετρήσιμο
- εκπαίδευση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Education helps people learn how to solve problems and make better decisions.
- -παιδεία (π.χ. μουσικοπαιδεία)
Many parents believe that sex education should start at home before it is taught in schools.
- μόρφωση
She received an excellent education at her high school.
- μάθημα (εμπειρία)
Traveling to a foreign country was quite an education in different cultures and traditions.