επίθετο “limited”
βασική μορφή limited (more/most)
- περιορισμένος (σε ποσότητα ή αριθμό)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We have a limited supply of water, so we must use it carefully.
- περιορισμένος (εντός ορίων ή περιορισμών)
Access to this area is limited to authorized personnel.
- Ε.Π.Ε. (Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης)
She works for Smith Limited, a well-known electronics company.
ουσιαστικό “limited”
ενικός limited, πληθυντικός limiteds
- (σιδηροδρομικές μεταφορές) ένα τρένο εξπρές που σταματά μόνο σε έναν επιλεγμένο αριθμό σταθμών
He caught the morning limited to reach the city without any delays.