·

limited (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “limited”

βασική μορφή limited (more/most)
  1. περιορισμένος (σε ποσότητα ή αριθμό)
    We have a limited supply of water, so we must use it carefully.
  2. περιορισμένος (εντός ορίων ή περιορισμών)
    Access to this area is limited to authorized personnel.
  3. Ε.Π.Ε. (Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης)
    She works for Smith Limited, a well-known electronics company.

ουσιαστικό “limited”

ενικός limited, πληθυντικός limiteds
  1. (σιδηροδρομικές μεταφορές) ένα τρένο εξπρές που σταματά μόνο σε έναν επιλεγμένο αριθμό σταθμών
    He caught the morning limited to reach the city without any delays.